- τράπης
- ο, Ν(πετρογρ.) βράχος ηφαιστειογενούς προέλευσης ο οποίος βρίσκεται στις άκρες φλεβών διαφόρων ορυκτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. trap < σουηδ. trapp < σουηδ. trappa «σκάλα», λόγω του ότι υψώνονται το ένα πάνω στο άλλο δίνοντας έτσι την εικόνα σκάλας].
Dictionary of Greek. 2013.